της Κάτιας Σαμπαθιανάκη

Σήμερα θα μιλήσουμε για το σκεπτικό και τις τάσεις κοστολόγησης του έργου μας καθώς και τις παγίδες που συχνά είναι αδιόρατες και κοστίζουν σε χρήμα, χρόνο και ενέργεια. Το άρθρο δεν προτείνει κάτι εξαιρετικά πρωτότυπο, ωστόσο προσπαθεί να ομαδοποιήσει τις περιπτώσεις, τάσεις και περιθώρια επιλογών του επαγγελματία.

 Τι ισχύει:

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων οι μεταφραστές που συνεργάζονται με μεταφραστικές εταιρείες λαμβάνουν μία «ετοιμοπαράδοτη» τιμή ανά μονάδα έργου, την οποία το γραφείο έχει προαποφασίσει και την οποία οι δυνάμει συνεργάτες μπορούν να αποδεχθούν –και ως εκ τούτου να προβούν στην υπογραφή του σχετικού συμφωνητικού– ή να απορρίψουν αν θεωρούν ότι η αμοιβή δεν είναι δίκαιη αναλογικά με το έργο.

Εναλλακτικά:

Ωστόσο, αρκετά συχνά ζητείται από τον επαγγελματία να συντάξει μία οικονομική προσφορά (financial offer/ pricing list) η οποία περιλαμβάνει το τελικό κόστος του μεταφραστικού έργου, τη διορία παράδοσης καθώς και ορισμένες άλλες παραμέτρους, όπως οι φόροι (εάν πρόκειται για εταιρεία της ημεδαπής), το καθαρό πληρωτέο, η μέθοδος πληρωμής, έκδοσης και αποστολής τιμολογίου, εάν στην τιμή περιλαμβάνεται επιμέλεια κ.λπ.

Σε αυτήν την περίπτωση υπάγονται τόσο μεταφραστικές εταιρείες, εκδοτικοί οίκοι, λοιπές επιχειρήσεις αλλά και φυσικά πρόσωπα τα οποία ζητούν παροχή γλωσσικών υπηρεσιών, αλλά παράλληλα επιθυμούν να λάβουν προσφορές και να τις συγκρίνουν προτού αποφασίσουν τα περί της τελικής ανάθεσης. Παρά το γεγονός ότι η σύνταξη μιας οικονομικής προσφοράς μπορεί να φαντάζει χρονοβόρος διαδικασία, εντούτοις είναι μία δυνατότητα του επαγγελματία να λάβει ενεργό μέρος στην εμπορική συναλλαγή σε πραγματικό χρόνο (real time) και να έχει λόγο στην αμοιβή που επιθυμεί ή που θεωρεί ότι δικαιούται.

Ποια είναι τα βήματα και το σκεπτικό σύνταξης μιας οικονομικής προσφοράς;

Α) FOCUS ON YOUR SKILLS

Για να απαντήσουμε αυτό το σημαντικό ερώτημα πρέπει πρώτα να ξεκινήσουμε με την αυτό-αξιολόγηση μας (μπορώ να διεκπεραιώσω το κείμενο αυτή τη βδομάδα; Έχω αναλάβει ξανά ανάλογο κείμενο; Έχω τα απαραίτητα εργαλεία που απαιτεί ο πελάτης; ) και κατόπιν να αναλογιστούμε τις αντικειμενικές παραμέτρους που μας δίνουν το «βήμα» για να είμαστε ισότιμα μέλη του διαλόγου. Σε αυτές περιλαμβάνεται το επίπεδο ακαδημαϊκής μόρφωσης, τεχνικής κατάρτισης, τα έτη εμπειρίας και ειδίκευσης, το επίπεδο γλωσσομάθειας, το κόστος επένδυσης για την απόκτηση ειδικευμένων εργαλείων κ.ο.κ.

B) FOCUS ON THE PROJECT’S SPECS

Όταν λοιπόν διαπιστώσουμε ότι πληρούμε τα κριτήρια (αντικειμενικά και υποκειμενικά) μπορούμε να διατρέξουμε τις προδιαγραφές του έργου, ούτως ώστε να κατανοήσουμε «τί» ακριβώς ζητά ο πελάτης από εμάς. Και σε αυτό το σημείο θα ήθελα να βάλω στην εξίσωση μία έννοια-κλειδί που πολλοί εξ’ ημών έχουμε κατά καιρούς παραβλέψει με προσωπικό κόστος ενέργειας και χρόνου: η διεκπεραίωση του έργου δεν συνίσταται σε απλή πληκτρολόγηση και παράθεση των λεκτικών ισοδυναμιών, όπως πολύ σωστά γνωρίζουμε. Σε ουκ ολίγες περιπτώσεις ο μεταφραστής καλείται να επιτελέσει ένα τεράστιο έργο τεκμηρίωσης ορολογίας, έρευνας, αναζήτησης παράλληλων κειμένων, να διατρέξει βάσεις δεδομένων· διαδικασία αφανής αλλά νευραλγική για ένα ορθό αποτέλεσμα.

Οι τάσεις

Αν λοιπόν είμαστε έτοιμοι να συντάξουμε την οικονομική μας προσφορά θα πρέπει να έχουμε επιλέξει και τον ιδανικό τρόπο κοστολόγησης του έργου.  Η διεθνής τάση κοστολόγησης μεταφράσεων είναι η ανά λέξη/χαρακτήρα/σελίδα χρέωση και σπανιότερα η ωριαία αμοιβή (συνήθως για επιμέλεια/ αναθεώρηση). Αξίζει να τονίσουμε ότι βάσει των προαναφερθέντων «σιωπηρών» διαδικασιών, υπάρχει πρόσφατα η τάση να προσφέρεται στον μεταφραστή ωριαία χρέωση πέραν του μεταφράσιμου κειμένου για το επιπλέον ερευνητικό έργο που καλείται να διεκπεραιώσει. Αν και οι εταιρείες που το πράττουν είναι σχετικά λίγες, προφανώς έχουν καταλήξει σε μία χρυσή τομή κόστους-αποτελέσματος (cost-benefit approach). Μήπως λοιπόν αξίζει να σκεφτούμε λίγο πιο σφαιρικά και ορισμένες φορές να χρεώνουμε και βάσει εργατοώρας κι όχι απλά αρίθμησης/ καταμέτρησης λέξεων; Εναλλακτικά, θα μπορούσε κάποιος να ζητήσει υψηλή τιμή μονάδας η οποία καλύπτει και την έννοια της έρευνας.

Δηλαδή; Εξήγησέ το μου

Επιστρέφοντας λοιπόν στη διαδικασία κοστολόγησης και σύνταξης οικονομικής προσφοράς ας χρησιμοποιήσουμε ένα error analysis παράδειγμα:

Ένας εκδοτικός οίκος αναζητά μεταφραστές για τη σύνταξη γλωσσάριου / λεξικού ειδικής ορολογίας, σε ένα Χ γλωσσικό συνδυασμό, με Χ αριθμό όρων που πρέπει να μεταφραστούν σε Χ χρόνο. Λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παραδοσιακής κοστολόγησης ανά λέξη, η πρώτη μας αντίδραση θα ήταν να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των όρων επί της μοναδιαίας χρέωσης που θα δίναμε και για ένα οποιοδήποτε άλλο κείμενο.

Είναι όμως ορθή η προσέγγιση μας; Ας δούμε τις παγίδες:

  1. Ο όρος ενός λεξικού δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή «λέξη» ενός οποιουδήποτε κειμενικού σώματος. Είναι παραπάνω από σαφές ότι η καταμέτρηση λέξεων ενός κειμένου συμπεριλαμβάνει άρθρα, συνδέσμους και λοιπά γραμματοσυντακτικά στοιχεία τα οποία σίγουρα δεν απαιτούν το ίδιο κόστος σε χρόνο και ενέργεια για να αποδοθούν στη γλώσσα-στόχος.
  2. Αντιθέτως, η μετάφραση ενός όρου απαιτεί έρευνα, τεκμηρίωση, αναζήτηση παράλληλων κειμένων, συζήτηση με ειδικούς και λοιπές κινήσεις οι οποίες θα φέρουν το επιθυμητό και αξιόπιστο αποτέλεσμα ενός άρτιου λεξιλογικού λήμματος.
  3. Η λεξικογραφία δεν είναι αμιγώς μετάφραση αν και περιέχει τη διαδικασία της μετάφρασης. Είναι κατά κύριο λόγο έρευνα, τεκμηρίωση και άρτια γνώση ετυμολογίας και γλωσσολογίας.

Αν δώσουμε τιμή ανά λέξη λοιπόν θα διαπιστώσουμε από το πρώτο κιόλας λήμμα με το οποίο θα καταπιαστούμε ότι η ώρα κυλά αλλά η απόδοση του καθυστερεί. Προοδευτικά θα νιώσουμε ότι μέσα σε μία εργάσιμη ημέρα καταφέραμε να μεταφράσουμε πολύ λιγότερους όρους από ότι θα συνέβαινε με ένα οποιοδήποτε κείμενο, έστω και εξειδικευμένο.

Μήπως λοιπόν στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έπρεπε να έχουμε επιλέξει την προσέγγιση «ωριαία αμοιβή» ανά Χ ώρες ενασχόλησης την ημέρα;

Ναι μεν αλλά…

Φυσικά σε μία περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης όπου οι τιμές συρρικνώνονται και ο ανταγωνισμός αγγίζει τα όρια του αθέμιτου, ίσως η υπεράσπιση δίκαιης κοστολόγησης να ακούγεται φαιδρή σε ορισμένους, ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι οι σκέψεις, οι συμβουλές και οι προτροπές μας γράφονται ως παρακαταθήκη για τους νεώτερους συναδέλφους και θα επιβιώσουν του αυστηρού motto «μα είναι κρίση, πρέπει να ρίξεις τις τιμές σου». Αντιστρόφως δεν είναι σωστό να επιδοτούμε τακτικές υπερχρέωσης (over-pricing) οι οποίες βλάπτουν τον κλάδο σε μακροπρόθεσμο και συλλογικό επίπεδο.

Και τελικά…

Σαφέστατα πολλοί από εμάς έχουμε ήδη παγιωμένες συνεργασίες τις οποίες θα ήταν απευκταίο να «διαταράξουμε» με νέα μοντέλα αμοιβής, ωστόσο ας προσπαθούμε να λαμβάνουμε το πραγματικό αντίτιμο της εργασίας μας και να μην πέφτουμε στην παγίδα της «επιδοτούμενης εργασίας» όπου η τελική μας αμοιβή είναι εντελώς εκφυλισμένη αναλογικά με τα λειτουργικά μας έξοδα.

Οι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουμε την πολυτέλεια αυξομείωσης τιμών, εκπτώσεων και ειδικών προσφορών. Ωστόσο, η έννοια της «έκπτωσης» σε έναν καλό πελάτη ας μη συγχέεται με υποβάθμιση της εργασίας μας.

Εφόσον αξιολογήσουμε σωστά και δίκαια το επίπεδο παροχής υπηρεσιών μας, τόσο σε ποιότητα, ποσότητα και χρόνο, είναι ευκολότερο να υπερασπιστούμε την πνευματική μας εργασία με σεβασμό, τόσο προς τον πελάτη, όσο και στις φυσικές μας αντοχές. Άλλωστε είναι τοις πάσιν γνωστό ότι ο επαγγελματίας που σέβεται τον εαυτό του καλλιεργεί υγιείς συνθήκες ανταγωνισμού, συναγωνισμού και αποδοτικότητας και απολαμβάνει το σεβασμό της τοπικής ή/και της διεθνούς κοινότητας.

Επιμύθιο:

Translator Know Thyself; the market will follow.

Η Κάτια Σαμπαθιανάκη αποφοίτησε από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου το 2004. Πραγματοποίησε αμισθί πρακτική άσκηση στην Πρεσβεία της Ελλάδος στη Τζακάρτα (Ινδονησία) για τρεις μήνες και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Εδιμβούργο (European Studies & Translation- Heriot Watt University). Από το 2007 κατοικεί και εργάζεται στην Αθήνα ως ελεύθερη επαγγελματίας με ειδίκευση στον κλάδο της ενέργειας, οικονομίας, ΕΕ, δικαίου, ιατρικής καθώς και των επίσημων μεταφράσεων. Από το 2007 ασχολείται με την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας. Το 2008 έγινε μέλος της ΠΕΕΜΠΙΠ και έκτοτε υποστηρίζει κάθε πρωτοβουλία υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κλάδου αλλά και κάθε δημιουργική ιδέα που φέρνει τους μετέχοντες στη γλωσσική διαδικασία πιο κοντά.